ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ
«Κυρ-Σάββα, ο γιος σου είναι γεννημένος για ζαχαροπλάστης» ήταν τα λόγια του Νίκου Παπαδόπουλου, ζαχαροπλάστη στην Πτολεμαΐδα το 1971, προς τον πατέρα του Γιώργου Σιδηρόπουλου από το Μεσόβουνο. Ο Γιώργος ήταν τότε 15 χρονών και πηγαινοερχόταν συχνά με το λεωφορείο από το Μεσόβουνο στην Πτολεμαΐδα για να πάρει γλυκά από το κατάστημα του κ. Παπαδόπουλου, προκειμένου να τα μεταφέρει στο καφέ-ζαχαροπλαστείο του πατέρα του στο χωριό. Αυτά τα λόγια ήταν αρκετά να κάνουν το Γιώργο Σιδηρόπουλο να αποφασίσει από πολύ νωρίς τι θέλει να κάνει στη ζωή του.
Ο κ. Σιδηρόπουλος έκανε τα πρώτα του βήματα στη ζαχαροπλαστική στο πλευρό του Νίκου Παπαδόπουλου και στα πέντε χρόνια που παρέμεινε στο εργαστήριο του «μάστορα» οι εμπειρίες που απέκτησε ήταν πολλές. «Ήταν πολύ δύσκολα εκείνα τα χρόνια. Καταρχάς δουλεύαμε πάρα πολλές ώρες και βέβαια όλα γίνονταν στο χέρι, γιατί μηχανήματα δεν υπήρχαν. Εκεί μάθαινες να κάνεις γλυκό και καταλάβαινες περί τίνος πρόκειται» λέει σήμερα ο κ. Σιδηρόπουλος. Προσθέτει, όμως, απευθυνόμενος σε όσους τώρα ξεκινούν τα πρώτα τους βήματα στη ζαχαροπλαστική ότι τότε δεν δούλευαν απλά για το μεροκάματο, αλλά για να μάθουν τα μυστικά της δουλειάς με την προοπτική να ανοίξουν κάποτε το δικό τους ζαχαροπλαστείο. «Αυτές οι εμπειρίες μου έδωσαν να καταλάβω πως ότι κάνουμε στη ζωή μας απαιτεί σοβαρότητα και ευθύνη». προσθέτει ανατρέχοντας για λίγο στα παλιά ο κ. Σιδηρόπουλος. Εξιστορώντας, λοιπόν, τις εμπειρίες του από τις δύσκολες εκείνες εποχές, μας λέει πως αυτό που του έχει μείνει στο μυαλό είναι η «σκληρότητα» των ζαχαροπλαστών. «Όλα γίνονταν υπό την επίβλεψη και επιτήρηση του μάστορα, ώστε να αποφευχθεί το λάθος. Δεν εμπιστεύονταν κανείς τα παιδιά και πάντα κρατούσαν το μυστικό τους, γιατί ο φόβος
Στο Νίκο Παπαδόπουλο ο Γιώργος παρέμεινε μέχρι το 1976, όταν και ξεκίνησε τη στρατιωτική του θητεία. Κατά την τριετή εκτέλεση των στρατιωτικών καθηκόντων του, αεικίνητος και εργατικός σε όποια πόλη κι αν μετατίθετο, χτυπούσε πόρτες και αναζητούσε ζαχαροπλάστες, προκειμένου να πάρει ακόμη περισσότερες εμπειρίες και μυστικά. «Προσπαθούσα να εκμεταλλευτώ κάθε γνωριμία και δε βγήκα χαμένος από αυτό. Πρώτον και σημαντικότερον γιατί απέκτησα πολλούς φίλους και δεύτερον γιατί αποκόμισα πληροφορίες και συμβουλές που με βοήθησαν στην δουλειά μου» εξηγεί σήμερα.ότι μπορεί να γινόμασταν καλύτεροι από αυτούς πάντα υπήρχε. Έτσι λοιπόν, όση δουλειά και αν κάναμε, ποτέ δεν μας άφηναν να ολοκληρώσουμε τη συνταγή και πάντα το τελευταίο υλικό – μυστικό το έβαζαν οι ίδιοι μάστορες» συνεχίζει ο κ. Σιδηρόπουλος.
Η απόλυσή του από το στρατό τον βρήκε το 1979 στο καφέ-ζαχαροπλαστείο που έστησε ο αδερφός του Βασίλης στην Κοζάνη. Στο «Λυχνάρι» ξεκίνησε να φτιάχνει τα πρώτα του γλυκά στο εργαστήριο που υπήρχε στην πίσω πλευρά του καταστήματος, το οποίο βρισκόταν στην οδό Δημοκρατίας απέναντι από το διοικητήριο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης. Λόγω, όμως, του ότι δεν είχε εμπειρία από την αγορά της εποχής, όπως ομολογεί σήμερα ο ίδιος, αποφάσισε να φύγει από την Κοζάνη τέσσερις μήνες μετά, έχοντας την εντύπωση πως το κατάστημα δεν είχε μέλλον και να ανοίξει ένα νέο με τον άλλο αδερφό του Κυριάκο στην Πτολεμαΐδα, στην οδό 25ης Μαρτίου. Στο κατάστημα αυτό παρέμεινε μέχρι το 1995 όταν και άνοιξε νέο κατάστημα με την οικογένεια του και ξεκίνησε την οικογενειακή επιχείρηση που διατηρεί σήμερα.
«Σ’ εκείνο το μαγαζί χρειαζόταν να ακουμπάμε και να ενοχλούμε ουσιαστικά ο ένας τον άλλο, όταν χρειαζόμασταν ένα υλικό από τα ράφια. Ήμασταν στριμωγμένοι και πάντα είχα στο μυαλό μου να φτιάξω κάτι μεγάλο, σύγχρονο και άνετο, κυρίως για τον εργαζόμενο, γιατί ήξερα από πρώτο χέρι πως είναι να εργάζεσαι σ’ ένα όχι και τόσο ευρύχωρο μέρος» μας λέει ο κ. Σιδηρόπουλος, εξηγώντας πως αποφάσισε να κατασκευάσει το εργοστάσιο αρτοζαχαροπλαστικής που λειτουργεί σήμερα στο 2ο χιλιόμετρο Πτολεμαΐδας – Ανατολικού. Πρόκειται ομολογουμένως για ένα σύγχρονο κτίσμα, έκτασης 1400 τετραγωνικών μέτρων, το οποίο πληροί όλες τις προδιαγραφές διασφάλισης ποιότητας και αποτελεί πρότυπο λειτουργίας επιχείρησης στη Δυτική Μακεδονία, αλλά και στη βόρεια Ελλάδα γενικότερα. Η έναρξη λειτουργίας του εργοστασίου έγινε το 2003 και σήμερα σ’ αυτό και στα δύο καταστήματα πώλησης που διαθέτει στην Πτολεμαΐδα, εργάζονται 27 άτομα. Επίσης, δίπλα στο εργοστάσιο λειτουργεί το “Άρτεμις cafe” με μοναδικό στυλ και διακόσμηση, ειδικά διαμορφωμένο για την πρόσβαση των ΑΜΕΑ. Αξίζει να σημειωθεί πως όσον αφορά στην τοποθεσία του εργοστασίου, αυτή δεν επιλέχθηκε τυχαία. Ο κ. Σιδηρόπουλος ήθελε πάντα να βρίσκεται κοντά στο χωριό του και αποφάσισε να δημιουργήσει το όνειρό του, όπως ομολογεί, κατά μήκος του δρόμου Πτολεμαϊδας- Μεσοβούνου που πηγαινοερχόταν καθημερινά το 1971.
Στο χώρο αυτό μπορεί κανείς να βρει όλη τη γκάμα των προϊόντων γλυκού και άρτου. Η φιλοσοφία του Γιώργου Σιδηρόπουλου σχετικά με αυτό που αποκαλούμε σπεσιαλιτέ εμπεριέχεται στα παρακάτω λόγια του: «πιστεύω πως η σπεσιαλιτέ δε σημαίνει απαραίτητα ότι πρόκειται για κάτι μοναδικό, το οποίο δεν διαθέτει κάποιος άλλος. Πιστεύω ότι μπορεί να είναι κάποιο είδος που έχουν όλοι, απλά εσύ το κάνεις καλύτερα και το λανσάρεις έτσι στην αγορά». Όποιος, λοιπόν, έχει δοκιμάσει τρίγωνο σοκολάτας και προφιτερόλ από το Σιδηρόπουλο, δεν ξεχνά τη νοστιμιά τους!
Όλη αυτή η γκάμα των «πειρασμών» του κ. Σιδηρόπουλου παράγεται ετησίως από περίπου 10 τόνους ζάχαρης, 20 τόνους σοκολάτας, 20 τόνους αλεύρων, 40 τόνους κρέμας γάλακτος και 2,5 τόνους ξηρών καρπών! Αριθμοί όλο γλύκα! Το ίδιο γλυκό, όπως μας λέει, είναι και το όνειρό του. «Νομίζω πως εκπλήρωσα το όνειρό μου στο 100%. Έφτιαξα ένα χώρο σύγχρονο, όπως τον φανταζόμουν, και είμαι απόλυτα ευχαριστημένος. Το όνειρό μου ήταν να έχω και μια υπέροχη οικογένεια, την οποία και έχω και πιστέψτε με δεν χρειάζομαι τίποτα μα τίποτα άλλο» λέει συγκινημένος ο κ. Σιδηρόπουλος. Σύμμαχός του οι πιστοί πελάτες του που του δείχνουν καθημερινά την εμπιστοσύνη τους, όχι μόνο γιατί είναι καλός «μάστορας» αλλά και γιατί είναι καλός άνθρωπος, όπως λένε.
Τα ζαχαροπλαστεία Σιδηρόπουλος Γιώργος, διαθέτουν πιστοποιητικό ISO 22000. Το ISO 22000 είναι ένα Σύστημα διαχείρισης της ασφάλειας των τροφίμων που αντικαθιστά το πρότυπο ΕΛΟΤ 1416 και το HACCP. Στόχος είναι η διασφάλιση της ασφάλειας των τροφίμων, δηλαδή η επίτευξη προϊόντων διατροφής ασφαλών για την υγεία του καταναλωτή.